1. Skip to Menu
  2. Skip to Content
  3. Skip to Footer
04-08-2014 10:49

Μεγάλε Τζίμπα !

Του Λευτέρη Ελευθερίου

Το status quo του παραπέμπει στον Γκαρίντσα. Ερωτιάρης, με έφεση στο αλκοόλ, με επεισοδιακό γάμο, ο οποίος, ωστόσο, ήταν μία σύγχρονη βερσιόν, σε ό,τι αφορά τον χωρισμό, της δεκαετίας του ’50.

Αν, όπως συνέβη με τη γέννηση του Πελέ, ήρθε κάποιο μέντιουμ πάνω από το προσκέφαλο της μάνας του τη στιγμή της γέννησής του και είπε «αυτό το παιδί κάποτε θα γίνει βασιλιάς», με το ένα μάτι να κοιτάζει στο Ρίο και το άλλο στην Μπραζίλια, έκανε λάθος. Ο Τζίμπα δεν είχε ποτέ στόχο να γίνει βασιλιάς. Αν, ωστόσο, είχε έναν πατέρα βασιλιά, θα προτιμούσε να αναλάβει εκείνος τον θρόνο από τον άξιο αδελφό του, ο οποίος θα έκανε για βασιλιάς και θα προέβαινε σε δολοπλοκίες για να τον ρίξει, ξεχνώντας το πιο σημαντικό: ότι δεν μπορούσε να καταστρέψει κανείς τον Τζίμπα καλύτερα από τον ίδιο τον εαυτό του.

Είναι το αισθητικό ισοδύναμο για τον Γκαρίντσα και στο παγκόσμιο βόλεϊ. Μπορεί να είχες και τον Τζίμπα στην ομάδα σου και να μην νικούσες, αλλά θα έκανες τον αντίπαλο να τρέμει. Το τζόγο μπονίτο του βόλεϊ ήταν εκείνη η Βραζιλία στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα. Ήταν σαν συναυλία των Ντορς στην Ντίσνεϊλαντ. Ήταν ο Τζιμ Μόρισον που έγραφε ποιήματα σε ρυθμό σάμπα. Ήταν ο μεγάλος Τζίμπα, ο υπέροχος διασκεδαστής που έμοιαζε με άγριο πουλί, πετούσε πάνω από τα σπίτια και τον ένιωθες σχεδόν να κρώζει. Απέναντι στον Τζίμπα και την παρέα των κίτρινων φανέλων με τις πράσινες βερμούδες (τόσο Βραζιλία εκείνη η ομάδα του βόλεϊ, που τελειοποιήθηκε όταν οι φανέλες έγιναν αμάνικες) στήθηκαν Ρώσοι, Ιταλοί και Γάλλοι, Πολωνοί και Γιουγκοσλάβοι (για να θυμηθούμε εκείνο το ασύλληπτο, μυθικό ματς του τελικού του World League το 2003, με το 31-29 στο πέμπτο σετ).

Λίγο πολύ, όλοι οι Βραζιλιάνοι είναι ανισόρροποι. Σε εκείνη την ομάδα, παραδείγματος χάρη, υπήρχε ο Άντερσον, ένας τρομακτικός διαγώνιος, ο οποίος ωστόσο ήταν τελείως ανεγκέφαλος. Όταν όλοι συναντιούνταν για να κάνουν πλάκα στο τάραφλεξ, τότε το τουμπερλέκι άρχισε να ορίζει την κίνηση. Αλλά ο Τζίμπα ήταν ο πιο παρανοϊκός από όλους. Πάνω του, όμως, ήταν όλα ένας τρελός επικολυρισμός από το μαλλί που ανέμιζε μέχρι το διαπεραστικό βλέμμα που δεν είχε ανάγκη να κρύψει την τρόπον τινά τρέλα του, και τον τρόπο που έπαιρνε φόρα και πηδούσε για να καρφώσει από τα 3 μέτρα, ενώ είχε πέσει, σχεδόν, στο τερέν για μία τέλεια υποδοχή.

Στα 37 του, ο Τζίμπα αποφάσισε να σταματήσει το βόλεϊ, έχοντας πάρει το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, δύο ασημένια και 3 χρυσά σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, έχοντας βγάλει φράγκα από το βόλεϊ παίζοντας με ομάδες που στο μόνο σημείο που οι χορηγοί δεν κάλυπταν τη φανέλα τους ήταν στο λογότυπό τους, παίζοντας ακόμα και στο Ντουμπάι (έστω κι αν δεν τελείωσε καν τη χρονιά). Ήταν ο μεγάλος Τζίμπα, που σαν τα μωρά δεν μπορούσες να του κρατήσεις κακία για τις αταξίες του. Θα έπρεπε να αναφερθεί το βιογραφικό του λίγο παραπάνω ενδεχομένως, αλλά αυτό το κείμενο είναι no google. Διότι σημασία έχει η ανάμνηση, η ανάμνηση του συναισθήματος που άφηνε η εικόνα του Τζίμπα να υπερίπταται, να πνίγεται στις «τρανταχτικές» αγκαλιές των συμπαικτών του (άλλος από εκεί, ο λίμπερο Σέρζιο που δεν θα ήθελες ποτέ να είσαι στο κρεβάτι και να σε σπρώχνει για να ξυπνήσεις), να ρίχνει ένα χαμόγελο που και που, που θα έδινε, μέσα από το πορτορικανό μουσάκι, μία διαφορετική διάσταση σε ό,τι είναι το βόλεϊ.

Αφήστε το σχόλιό σας

Βεβαιωθείτε ότι έχετε συμπληρώσει τα απαραίτητα πεδία (*). Σχόλια με κώδικα HTML, greeklish, κεφαλαία και υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

Find us on Facebook

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ